- ευμενής
- I
(361; – 317 π.Χ.). Στρατηγός και φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διακρίθηκε ως γραμματέας του Φιλίππου B’, αργότερα συνδέθηκε με φιλία και ανέλαβε την αρχιγραμματεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και το έργο της σύνταξης των Βασιλικών Εφημερίδων. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323) αγωνίστηκε να διατηρηθεί η ενότητα του κράτους· αρχικά συνεργάστηκε με τον Περδίκκα και πολέμησε σκληρά κατά του Αντιγόνου· το 317 νικήθηκε από τον Αντίγονο, αιχμαλωτίστηκε και θανατώθηκε.IIΌνομα δύο βασιλιάδων της Περγάμου.1. Ε. A’ (; – 241 π.Χ.). Βασιλιάς της Περγάμου (263-241 π.Χ.). Διάδοχος του θείου του, του Φιλέταιρου, νίκησε με τη βοήθεια των Αιγυπτίων τον Αντίοχο A’ της Συρίας στις Σάρδεις. Από τότε κατόρθωσε να διατηρήσει την ανεξαρτησία του, πληρώνοντας φόρο στους Γαλάτες, για vα αποφύγει τις επιδρομές τους.2. Ε. B’ (; – 159 π.Χ.). Βασιλιάς της Περγάμου (197-159 π.Χ.). Γιος του Αττάλου A’, υπήρξε σύμμαχος των Ρωμαίων στους πολέμους κατά του Νάβιδα της Σπάρτης (195) και κατά του Αντιόχου Γ’ της Συρίας (191-189). Για τη βοήθειά του στον πόλεμο, οι Ρωμαίοι τού παραχώρησαν τη Μυσία, τη Λυδία, τη Φρυγία και τη Θρακική χερσόνησο (188). Πολέμησε εναντίον του Προυσίου της Βιθυνίας, των Γαλατών και του βασιλιά του Πόντου, Φαρνάκου. Ο Ε. Β’ έπεισε τους Ρωμαίους να κηρύξουν τον πόλεμο εναντίον του νέου βασιλιά της Μακεδονίας, Περσέα (171-168), και συνετέλεσε σημαντικά στην ήττα του. Παρά την αδιάκοπη δραστηριότητά του υπέρ των Ρωμαίων, αργότερα έχασε τη συμπάθειά τους γνωρίζοντας πολλές ταπεινώσεις. Ο Ε. Β’ υπήρξε προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών, κόσμησε την πρωτεύουσά του με πολλά αξιόλογα μνημεία, όπως τον βωμό του Δία της Περγάμου και την περίφημη βιβλιοθήκη της Περγάμου με 200.000 τόμους· επίσης, προσέφερε γενναιόδωρες παροχές σε αρκετές ελληνικές πόλεις και έχτισε στην Αθήνα μια υπέρλαμπρη διώροφη στοά μήκους 163 μ., δυτικά του θεάτρου του Διονύσου.
O βασιλιάς της Περγάμου Ευμένης Β’, όπως απεικονίζεται σε νόμισμα του 2ου αι. π.Χ.
* * *-ές (ΑΜ εὐμενής)1. (για θεούς και ανθρώπους) ευνοϊκά διατεθειμένος, ευνοϊκός, αγαθός, καλός, καλοπροαίρετος (α. «Ποσείδαον, εὐμενὲς ἦτορ ἔχων», Πίνδ.β. «εὐμενεῑς γὰρ ὄντας ἡμᾱς τῶνδε συμβούλους», Αισχύλ.)αρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐμενέςα. η εύνοια τών θεώνβ. γεν. η ευμένεια2. (για ενέργειες ή καταστάσεις) καλός, ευνοϊκός («εὐμενεῑ τύχᾳ», Πίνδ.)3. (για τόπους και πράγματα) ευνοϊκός, κατάλληλος («γῃ εὐμενὴς ἐναγωνίσασθαι», Θουκ.)4. (για νερά ποταμού) ευεργετικός («Σπερχειὸς ἄρδει πεδίον εὐμενεῑ πότῳ», Αισχύλ.)5. (για τον αέρα) ήπιος, μαλακός6. (για φάρμακα) θεραπευτικός, ευεργετικός, ανακουφιστικός7. ευχάριστος8. (για δρόμο) εύκολος, ευκολοδιάβατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μενής (< μένος)].
Dictionary of Greek. 2013.